- αναπτερώ
- ἀναπτερῶ (-όω) (Α)βλ. αναπτερώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναπτερῶ — ἀναπτερόω raise its feathers pres subj act 1st sg ἀναπτερόω raise its feathers pres ind act 1st sg ἀναπτερόω raise its feathers pres subj act 1st sg ἀναπτερόω raise its feathers pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπτέρωση — η (Α ἀναπτέρωσις) νεοελλ. ενθάρρυνση, εμψύχωση αρχ. αναστάτωση, θορύβηση (τής ψυχής). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπτερῶ. Η λ. μαρτυρείται στον νομικό και ιστοριοδίφη Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (1815 1881)] … Dictionary of Greek
αναπτερώνω — και αναφτερώνω (Α ἀναπτερῶ, όω) δίνω κατά κάποιον τρόπο φτερά, ενθουσιάζω, ενθαρρύνω, ενισχύω αρχ. Ι. (ενεργ. (1. (για πτηνά) δίνω φτερά σε κάποιον, τόν κάνω να φτερουγίσει, να πετάξει 2. ανορθώνω, σηκώνω 3. δημιουργώ έξαρση σε κάποιον, ερεθίζω,… … Dictionary of Greek
συναναπτερώ — όω, Α [ἀναπτερῶ] βοηθώ κάποιον να πετάξει ή κάνω κάποιον να πετάξει με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek